- αυτοβουλία
- η1) своеволие; 2) личная инициатива, собственный почин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοβουλία — η [αυτόβουλος] το να ενεργεί κάποιος με δική του βούληση … Dictionary of Greek
αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… … Dictionary of Greek
αυτόβουλος — η, ο επίρρ. α αυτός που ενεργεί από δική του βούληση κι όχι πιεζόμενος: Η ενέργειά του εκείνη ήταν αυτόβουλη. Ουσ. αυτοβουλία, η η ενέργεια από θέληση του ίδιου του ατόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)